- προυβαλον
- προὔβαλον(= προέβαλον) стяж. aor. 2 к προβάλλω См. προβαλλω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προὔβαλον — προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 3rd pl προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύβαλον — προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 3rd pl προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek